Το κάπνισμα αποτελεί σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα για την υγεία, ειδικά στους ασθενείς που έχουν ήδη διαγνωσθεί με Καρκίνο του Πνεύμονα. Οι καπνιστές είναι πιο επιρρεπείς σε λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος σε σύγκριση με τους μη καπνιστές, γεγονός που δυσκολεύει την επιτυχή και προγραμματισμένη θεραπεία τους.
Επίσης, ο καπνός επηρεάζει αρνητικά την αποτελεσματικότητα της θεραπείας, καθώς παρεμβαίνει στη δράση των κυτταροστατικών φαρμάκων, μειώνοντας την ικανότητά τους να καταπολεμήσουν τα καρκινικά κύτταρα. Η διακοπή του καπνίσματος μειώνει συμπτώματα όπως ο βήχας και η απόχρεμψη, ενώ συμβάλλει στην ταχύτερη επούλωση της μετεγχειρητικής τομής, μειώνοντας παράλληλα τις πιθανές μετεγχειρητικές επιπλοκές στους πνεύμονες, ιδιαίτερα μετά από πνευμονεκτομή. Επίσης, η συνέχιση του καπνίσματος αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης νέων τύπων καρκίνου και μεταστάσεων, κάνοντας τη διακοπή αναγκαία για τη βελτίωση της πρόγνωσης και της ποιότητας ζωής του ασθενούς.
Το κάπνισμα αποτελεί σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα για την υγεία, ειδικά στους ασθενείς που έχουν ήδη διαγνωσθεί με Καρκίνο του Πνεύμονα. Οι καπνιστές είναι πιο επιρρεπείς σε λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος σε σύγκριση με τους μη καπνιστές, γεγονός που δυσκολεύει την επιτυχή και προγραμματισμένη θεραπεία τους.
Επίσης, ο καπνός επηρεάζει αρνητικά την αποτελεσματικότητα της θεραπείας, καθώς παρεμβαίνει στη δράση των κυτταροστατικών φαρμάκων, μειώνοντας την ικανότητά τους να καταπολεμήσουν τα καρκινικά κύτταρα. Η διακοπή του καπνίσματος μειώνει συμπτώματα όπως ο βήχας και η απόχρεμψη, ενώ συμβάλλει στην ταχύτερη επούλωση της μετεγχειρητικής τομής, μειώνοντας παράλληλα τις πιθανές μετεγχειρητικές επιπλοκές στους πνεύμονες, ιδιαίτερα μετά από πνευμονεκτομή. Επίσης, η συνέχιση του καπνίσματος αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης νέων τύπων καρκίνου και μεταστάσεων, κάνοντας τη διακοπή αναγκαία για τη βελτίωση της πρόγνωσης και της ποιότητας ζωής του ασθενούς.